Οι επιστήμονες πρόσφατα διερεύνησαν το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος στο σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης σε πρωτόγνωρο βάθος. Τα ευρήματα μπορούν να συνεισφέρουν στο σχεδιασμό μελλοντικών θεραπειών.
Το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ή μυαλγική εγκεφαλομυελίτιδα, αποτελεί μια μυστηριώδη πάθηση. Τα κύρια συμπτώματα είναι η υπερβολική και συχνά αμείωτη κόπωση. Άλλοι περιλαμβάνουν τον μυϊκό πόνο και τον πόνο των αρθρώσεων, προβλήματα ύπνου και συχνά συμπτώματα που ομοιάζουν με εκείνα της γρίπης.
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν ακόμα πλήρως τι προκαλεί το σύνδρομο αυτό. Υπάρχουν υποθέσεις που περιλαμβάνουν την ιική ή βακτηριδιακή μόλυνση, αλλαγές στο ανοσοποιητικό σύστημα, ορμονική ανισορροπία και ζητήματα ψυχικής υγείας.
Γι’ αυτό και δεν έχουν καταφέρει ακόμα να σχεδιάσουν ένα τεστ που να μπορεί να διαγνώσει το σύνδρομο και οι θεραπείες μπορούν μόνο να ανακουφίσουν από τα συμπτώματα. Με τα χρόνια, έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον σχετικά με το ρόλο του ανοσοποιητικού συστήματος στο σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης.
Συχνά, τα άτομα με το σύνδρομο αυτό αναφέρουν ότι τα συμπτώματά τους εξελίσσονται σε λοίμωξη ή κάποιο άλλο πρόβλημα που σχετίζεται με το ανοσοποιητικό σύστημα. Αυτές οι αναφορές είναι συχνές, αλλά μόλις τα συμπτώματα εμφανιστούν, είναι αδύνατο να αξιολογήσουμε πώς συμπεριφερόταν ο οργανισμός πριν τη λοίμωξη. Ερευνητές από το Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών στο King’s College του Λονδίνου χρησιμοποίησαν ένα ενδιαφέρον μοντέλο για να ερευνήσουν βαθύτερα τη σύνδεση.
Ιντερφερόνη-άλφα
Οι επιστήμονες εξέτασαν άτομα που λάμβαναν θεραπεία για ηπατίτιδα C και η οποία ονομάζεται ιντερφερόνη-άλφα. Η ιντερφερόνη-άλφα λειτουργεί, ενεργοποιώντας το ανοσοποιητικό σύστημα με τον ίδιο τρόπο που θα έκανε μια σημαντική λοίμωξη.
Οι ασθενείς που λαμβάνουν αυτό το πακέτο φαρμακευτικής αγωγής συχνά αναφέρουν συμπτώματα που μοιάζουν με εκείνα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης. Ένα μικρότερο ποσοστό εμφανίζει τέτοια συμπτώματα που διαρκούν 6 μήνες μετά το τέλος της θεραπείας. Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν κόπωση, γνωστική αποδυνάμωση και πόνο στους μυς και στις αρθρώσεις.
Οι επιστήμονες παρακολούθησαν 55 τέτοιους ασθενείς σε θεραπεία. Αξιολόγησαν τα επίπεδα κόπωσής τους και τους δείκτες του ανοσοποιητικού συστήματος πριν ξεκινήσει η θεραπεία της ιντερφερόνης-άλφα.
Με αυτές τις βασικές πληροφορίες, μπορούσαν να ελέγξουν πώς το ανοσοποιητικό σύστημα του καθενός αντιδρούσε στην ιντερφερόνη- άλφα. Από τους συμμετέχοντες, 18 συνέχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα που μοιάζουν με εκείνα του συνδρόμου. Οι ερευνητές έχουν δημοσιεύσει τα ευρήματά τους στο επιστημονικό περιοδικό Psychoneuroendocrinology.
Οι αλλαγές στην ανοσολογική απόκριση
Σε όσους συνέχισαν να εμφανίζουν συμπτώματα του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης, οι ερευνητές παρατήρησαν μεγαλύτερη ανοσολογική απόκριση στη θεραπεία της ιντερφερόνης-άλφα. Πιο συγκεκριμένα, αυτή η ομάδα παρήγαγε σχεδόν διπλάσια ιντερλευκίνη-10 και ιντερλευκίνη-6. Και τα δύο αυτά μόρια είναι σημαντικοί αγγελιαφόροι του ανοσοποιητικού συστήματος. Όσοι συνέχιζαν να εμφανίζουν συμπτώματα, ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα κόπωσης κατά τη διάρκεια της θεραπείας, αλλά δεν ανέφεραν υψηλότερα επίπεδα κόπωσης πριν τη θεραπεία.
Όταν διερεύνησαν τους δείκτες του ανοσοποιητικού, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι τα επίπεδα της ιντερλευκόνης-10 ήταν μεγαλύτερα σε εκείνα τα άτομα πριν ξεκινήσει η θεραπεία ιντερφερόνης – άλφα. Εμφάνισαν επίσης μια υπερβολική απόκριση στην ιντερλευκίνη-10 και ιντερλευκίνη-6 νωρίς στη θεραπεία.
Η ομάδα αναρωτιέται αν αυτό σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα ήταν ήδη «προετοιμασμένο» να υπερ- ανταποκριθεί. Για πρώτη φορά, λοιπόν, οι επιστήμονες δείχνουν ότι όσοι είμαστε ευαίσθητοι στο να αναπτύξουμε μια ασθένεια παρόμοια με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, έχουμε υπερδραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα.
Αυτό φαίνεται πως λειτουργεί και αντίστροφα: όσοι έχουμε υπερδραστήριο ανοσοποιητικό σύστημα παρουσιάζουμε και μεγαλύτερο κίνδυνο ανάπτυξης του συνδρόμου χρόνιας κόπωσης. Τώρα οι επιστήμονες ελπίζουν αυτά τα εύρημα να μας δώσουν στο μέλλον τη δυνατότητα να εντοπίζουμε τα άτομα με υψηλότερο κίνδυνο ανάπτυξης του συνδρόμου.
Πηγή: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S0306453018301963