Η επίσκεψη στον γυναικολόγο αποτελεί για πολλά ζευγάρια μια τραυματική εμπειρία· όχι, μόνον, επειδή συχνά πιστοποιούν ότι αντιμετωπίζουν πρόβλημα υπογονιμότητας, αλλά περισσότερο επειδή συνειδητοποιούν ότι δεν έχουν τα «μέσα» για να το ξεπεράσουν. Το κόστος μιας εξωσωματικής κυμαίνεται από 3.000 έως 4.000 ευρώ, ποσό που ωθεί πολλούς να κλείσουν το κεφάλαιο «παιδί», ένα όνειρο ζωής τους. «Τέτοιες περιπτώσεις περνούν καθημερινά από το “ραντάρ” μας», λέει ο γυναικολόγος αναπαραγωγής, Χάρης Χηνιάδης, «είναι μια εξαιρετικά θλιβερή πραγματικότητα τόσο για τους ίδιους όσο και συνολικά για την Ελλάδα με τα τόσο υψηλά ποσοστά υπογεννητικότητας».
Ο αριθμός των γεννήσεων στην Ελλάδα υπολείπεται πλέον του αριθμού των θανάτων, ήδη από το 2011 ο συνολικός πληθυσμός βαίνει μειούμενος παράλληλα με την παρατεταμένη οικονομική ύφεση. Ετσι, ο κ. Χηνιάδης από κοινού με τον συνάδελφό του, Βασίλη Κελλάρη, αποφάσισαν να συστήσουν τον μη κερδοσκοπικό σωματείο Be-Live, που στόχο θα έχει τη στήριξη ακριβώς αυτών των περιστατικών.
Το πρόγραμμα
«Απευθυνόμαστε πρωτίστως σε ζευγάρια με διαγνωσμένη υπογονιμότητα, στα οποία έχουν συστήσει να προχωρήσουν σε τεχνητή γονιμοποίηση, αλλά δεν το έχουν πράξει για λόγους οικονομικούς», εξηγεί ο κ. Χηνιάδης. Προτεραιότητα στο φιλόδοξο πρόγραμμα, που παρουσιάστηκε προ ημερών στο Ιδρυμα Θεοχαράκη, έχουν άτεκνα ζευγάρια που ζουν σε απομακρυσμένες περιοχές της χώρας.
Βέβαια, εκτός από τα κοινωνικά κριτήρια, έχουν τεθεί και συγκεκριμένες οικονομικές προϋποθέσεις: το ετήσιο οικογενειακό εισόδημά τους να μην ξεπερνά τις 10.000 ευρώ, η ακίνητη περιουσία να αξίζει λιγότερο από 100.000 ευρώ, οι τραπεζικές καταθέσεις να βρίσκονται κάτω από τις 13.000 ευρώ.
«Λάβαμε υπόψη τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, σύμφωνα με τα οποία το μέσο εισόδημα του Ελληνα είναι 14.400 και τα περιουσιακά του στοιχεία 125.000 ευρώ», επισημαίνει ο ίδιος. Αναπόφευκτα τίθενται και ιατρικά κριτήρια, όπως τα πενήντα έτη ως η ανώτατη ηλικία της γυναίκας αλλά και η διαγνωσμένη δυσκολία σύλληψης νεότερων γυναικών έπειτα από έναν χρόνο (για τις έως 35 ετών) ή έξι μήνες (για τις άνω των 35 ετών) προσπαθειών. «Διευκρινίζουμε ότι δεν θα αναλάβουμε εξωσωματική με ωάρια από δότριες», υπογραμμίζει ο κ. Χηνιάδης.
Αφού συμπληρώσουν τη σχετική ηλεκτρονική αίτηση, οι ενδιαφερόμενοι θα αξιολογούνται από μια διεπιστημονική επιτροπή. Απαξ και δοθεί το πράσινο φως, το Be-Live μεριμνά για τα επόμενα βήματα. Ο γιατρός, ένας εκ των δύο ιδρυτών, θα εργαστεί αφιλοκερδώς. Τα απαραίτητα φάρμακα, στην περίπτωση που δεν είναι ασφαλισμένοι, θα τα προμηθεύσει το πρόγραμμα. «Πολλές φαρμακευτικές εταιρείες δηλώνουν πρόθυμες να τα χορηγήσουν, όπως άλλωστε και παλαιότερες ασθενείς μας, που πλέον δεν τα χρειάζονται» αναφέρει ενδεικτικά ο ίδιος. Εξίσου χείρα βοηθείας έχουν ήδη τείνει πέντε μεγάλες μονάδες εξωσωματικής: το Institute of Life του Μητέρα, το Institute of Life του ΙΑΣΩ, η «Γένεσις», η «Εμβρυογένεση», το «Γέννημα», και πιθανότατα συν τω χρόνω η λίστα να διευρυνθεί.
«Εμείς αναλαμβάνουμε το ζευγάρι μέχρι να ακούσουμε την καρδιά του εμβρύου, εκεί ολοκληρώνεται ο ρόλος μας» τονίζει ο κ. Χηνιάδης. Ωστόσο, ενδέχεται η έκβαση να μην είναι η προσδοκώμενη. «Σε περίπτωση αποτυχίας ή αποβολής, δεν θα αφήνουμε τη γυναίκα, η εξωσωματική δεν τελειώνει με την εμβρυομεταφορά αλλά μόνον όταν τελειώνουν τα έμβρυα του κάθε ζεύγους». Συνήθως, από κάθε κύκλο εξωσωματικής προκύπτουν κατά κανόνα δύο έμβρυα.
Φυσικά, για τα ζευγάρια που ζουν στην επαρχία και ειδικά σε απομακρυσμένες ή ακριτικές περιοχές, η παραπάνω διαδικασία συνεπάγεται υψηλότερο επίπεδο δυσκολίας. «Δουλεύουμε εδώ και χρόνια με πάρα πολλά ζευγάρια από την Περιφέρεια» διευκρινίζει ο ίδιος, «διαθέτουμε, επομένως, ένα ευρύ φάσμα συνεργατών σε όλη την Ελλάδα». Ως εκ τούτου, οι μέρες παραμονής στην πρωτεύουσα είναι «μετρημένες στα δάκτυλα». «Στην Αθήνα χρειάζονται να μείνουν το πολύ 10 έως 13 μέρες» περιγράφει, «συνήθως τους παρακολουθεί ένας γυναικολόγος ή ακτινολόγος στην περιοχή τους, έρχονται στην Αθήνα για την ωοληψία και αν θέλουν περιμένουν δύο έως πέντε μέρες για την εμβρυομεταφορά, εναλλακτικά γυρίζουν σπίτι τους και επιστρέφουν τον άλλο μήνα για την ολοκλήρωση της διαδικασίας». Απαξ και ξεκινήσει η κύηση, η υπόλοιπη παρακολούθηση μπορεί να γίνει από τους οικείους γιατρούς του ζεύγους και το πλησιέστερο κέντρο.
Η ανταπόκριση
Στόχος του προγράμματος είναι να συμπεριλάβει φέτος είκοσι ζευγάρια και το 2020 σαράντα. «Το ενδιαφέρον, όμως, ζευγαριών με ακριβώς αυτό το προφίλ είναι μεγάλο» λέει ο έμπειρος γυναικολόγος, «αν και η φόρμα για τις αιτήσεις δεν έχει ακόμα ενεργοποιηθεί στη σελίδα μας, έχουμε δεχθεί πάνω από είκοσι αιτήματα, πολλά μάλιστα από ακριτικά νησιά όπως η Κάσος και η Κως».
Αντίστοιχη είναι, όμως, και η ανταπόκριση της ιατρικής κοινότητας στην Αθήνα όπως βέβαια και εταιρειών και μεμονωμένων πολιτών, που έχουν εκδηλώσει την πρόθεση να εργαστούν εθελοντικά για την υλοποίηση της ιδέας. «Πρόκειται για ένα πρόβλημα που μοιάζει να αγγίζει το σύνολο της κοινωνίας, άλλωστε τα υπογόνιμα ζευγάρια στη χώρα μας υπολογίζονται σε 250-300.000» επισημαίνει ο κ. Χηνιάδης, που φιλοδοξεί μακροπρόθεσμα μέσω του Be-Live, να συμβάλει με στοχευμένες εκστρατείες στην ενημέρωση του κοινού για την υπογονιμότητα. «Είναι αξιοσημείωτο ότι ετησίως στην Ελλάδα πραγματοποιούνται τουλάχιστον 150.000 αμβλώσεις, ενώ έχουμε και ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά στην Ευρώπη (5,3%) γυναικών που γεννούν μετά τα σαράντα», καταλήγει ο κ. Χηνιάδης.
Πηγή: dinamiprosforas.gr