Σημαντική βελτίωση στη διαχείριση του σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 τόσο σε ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία όσο και σε εκείνους που πρόκειται να ξεκινήσουν θεραπεία με ινσουλίνη
Σημαντικά δεδομένα για τον έλεγχο της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (A1C) σε συγκεκριμένες κατηγορίες ασθενών με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, όπως εκείνων με ήπια νεφρική δυσλειτουργία και αυτών που πρόκειται να ξεκινήσουν θεραπεία με ινσουλίνη μπορεί να επιφέρει η σιταγλιπτίνη, ένας αναστολέας του ενζύμου της διπεπτυλιδικής πεπτιδάσης (DPP-IV), σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατων μελετών που εντάσσονται στο νέο κλινικό πρόγραμμα CompoSIT που διερευνά περαιτέρω τη σιταγλπτίνη.
Ειδικότερα, η κλινική μελέτη CompoSIT-R συνέκρινε την επίδραση της προσθήκης σιταγλιπτίνης, έναντι δαπαγλιφλοζίνης, δραστική ουσία μιας άλλης κατηγορίας αντι-διαβητικών φαρμάκων, των SGLT-2i στην αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 και ήπια νεφρική δυσλειτουργία που λάμβαναν μετφορμίνη με ή χωρίς σουλφονυλουρίες.
Αναφορικά με το πρωτεύον τελικό σημείο της μελέτης που ήταν η μεταβολή της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης την 24η εβδομάδα, οι ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία που έλαβαν σιταγλιπτίνη ως προσθήκη θεραπείας πέτυχαν σημαντικά μεγαλύτερες μειώσεις της γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαιρίνης (Α1C) σε σχέση με τους ασθενείς που λάμβαναν δαπαγλιφλοζίνη.
Ένα από το δευτερεύοντα σημεία της μελέτης έδειξε ότι το ποσοστό των ασθενών που πέτυχαν γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (Α1C) μικρότερη από 7% ήταν στο σκέλος της σιταγλιπτίνης 43%, σε σχέση με 27% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στους ασθενείς που λάμβαναν δαπαγλιφλοζίνη.
Σχετικά με την ασφάλεια και οι δύο θεραπείες ήταν καλά ανεχτές, με την συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών συνολικά και των υπογλυκαιμιών να είναι παρόμοια στις δύο ομάδες.
Όσον αφορά την επίδραση της διατήρησης της σιταγλιπτίνης έναντι της διακοπής της κατά την έναρξη θεραπείας με ινσουλίνη, που διερευνήθηκε κατά τη μελέτη CompoSIT-I, προέκυψε αναφορικά με το πρωτεύον τελικό σημείο ότι οι ασθενείς που ξεκίνησαν θεραπεία με ινσουλίνη και ταυτόχρονα συνέχισαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη σημείωσαν μεγαλύτερη μείωση των επίπεδων γλυκόζης στο αίμα, ενώ σχετικά με ένα από τα δευτερεύοντα σημεία προέκυψε ότι περισσότεροι ασθενείς έφτασαν το συνιστώμενο στόχο γλυκοζυλιωμένης αιμοσφαίρινης (A1C) σε σχέση με εκείνους που σταμάτησαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη. Συγκεκριμένα, πάνω από τους μισούς ασθενείς (54%) που συνέχισαν τη θεραπεία με σιταγλιπτίνη (n=131) πέτυχαν τον συνιστώμενο στόχο για Α1C μικρότερη από 7% σε σχέση με 35% που ήταν το αντίστοιχο ποσοστό στο σκέλος των ασθενών που έλαβαν μόνο ινσουλίνη.
Επιπρόσθετα, οι ασθενείς που συνέχισαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη χρειάζονταν χαμηλότερη ημερήσια δόση ινσουλίνης (53,2 ημερήσιες μονάδες με σιταγλιπτίνη σε σύγκριση με 61.3 ημερήσιες μονάδες σε αυτούς που σταμάτησαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη), μια μεταξύ των ομάδων διαφορά της τάξης των -8.0 μονάδων (95 % CI [-14.6, -1.5], p=0.016). Σε αυτή τη μελέτη οι αλλαγές στο σωματικό βάρος ήταν παρόμοιες στις δύο ομάδες ασθενών μετά από 30 εβδομάδες, ενώ σχετικά με την ασφάλεια και την ανοχή, οι ανεπιθύμητες ενέργειες και οι υπογλυκαιμίες ήταν παρόμοιες.
Τα παραπάνω αποτελέσματα, των μελετών CompoSIT-I και CompoSIT-R, ανακοινώθηκαν στο πρόσφατο συνέδριο της Αμερικανικής Διαβητολογικής Εταιρείας, ενώ επιπλέον ανακοινώσεις από το κλινικό πρόγραμμα CompoSIT αναμένονται σε επόμενα διεθνή συνέδρια που αφορούν τον διαβήτη.
Ασφάλεια και αποτελεσματικότητα της σιταγλιπτίνης σε σχέση με την δαπαγλιφλοζίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 με ήπια νεφρική δυσλειτουργία και ανεπαρκή γλυκαιμικό έλεγχο που λαμβάνουν μετφορμίνη με ή χωρίς σουλφονυλουρίες (Abstract #1142-P; CompoSIT–R)
Σε αυτή την τυχαιοποιημένη, διπλά – τυφλή, συγκριτική με ενεργό παράγοντα, κλινική μελέτη σε ασθενείς με ήπια νεφρική δυσλειτουργία που λάμβαναν μετφορμίνη με ή χωρίς σουλφονυλουρία, με την προσθήκη σιταγλιπτίνης (n=307) επιτεύχθηκε μέση μείωση από την αρχική γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη A1C (μέθοδο ελαχίστων τετραγώνων LS) κατά -0.51% ενώ αντίστοιχα με προσθήκη δαπαγλιφλοζίνης (n=306) η μείωση ήταν -0.36% την εβδομάδα 24. Η διαφορά στη μείωση της A1C μεταξύ των ομάδων ήταν -0.15% (95% CI [-0.26, -0.04]) στατιστικώς σημαντική (p=0.006), με τη σιταγλιπτίνη να πετυχαίνει και τα δύο κριτήρια μη κατωτερότητας και ανωτερότητας έναντι της δαπαγλιφλοζίνης την εβδομάδα 24.
Η μελέτη αξιολόγησε την ασφάλεια και την αποτλεσματικότητα της προσθήκης σιταγλιπτίνης 100 mg άπαξ ημερησίως ή δαπαγλιφλοζίνης 10 mg άπαξ ημερησίως για τη θεραπεία ασθενών με ήπια νεφρική δυσλειτουργία (eGFR ≥60 and <90 mL/min/1.73 m2) και A1C μεταξύ 7.0 και 9.5% κι ενώ λάμβαναν σταθερή δόση μετφορμίνης ≥1500 mg/day με ή χωρίς σουλφονυλουρία σε δόση ≥50% της μέγιστης ενδεδειγμένης. Οι ασθενείς στο σκέλος της δαπαγλιφλοζίνης έλαβαν 5 mg άπαξ ημερησίως κατά την εισαγωγή τους στη μελέτη και τιτλοποιήθηκαν σε δαπαγλιφλοζίνη 10 mg άπαξ ημερησίως την εβδομάδα 4. Το πρωτεύον σημείο αποτελεσματικότητας ήταν η μεταβολή της A1C την εβδομάδα 24, με την κύρια υπόθεση της μη κατωτερότητας της σιταγλιπτίνης έναντι της δαπαγλιφλοζίνης να βασίζεται στο προκαθορισμένο κριτήριο ότι το ανώτερο όριο της μεταξύ τους διαφοράς στο 95% CI (σιταγλιπτίνη μικρότερη της δαπαγλιφλοζίνης) να είναι μικρότερο του ποσοστού της τάξης του 0,3 τοις εκατό. Εάν το ανώτερο όριο ήταν μικρότερο από το 0,0 τοις εκατό, η σιταγλιπτίνη θα οριζόταν και ανώτερη.
Αποτελεσματικότητα και Ασφάλεια της θεραπείας με σιταγλιπτίνη ταυτόχρονα με την έναρξη θεραπείας με ινσουλίνη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 (Abstract #112-LB; CompoSIT–I)
Σε αυτή την τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, διπλά- τυφλή μελέτη σε ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 που δεν ήταν επαρκώς ρυθμισμένοι και έπαιρναν μετφορμίνη με διπλή συνδυαστική θεραπεία με σιταγλιπτίνη, η συνέχιση της θεραπείας με σιταγλιπτίνη (n=373) κατέληξε σε μεγαλύτερη μείωση της γλυκόζης στο αίμα την εβδομάδα 30 σε σχέση με αυτούς που διεκοψαν τη λήψη σιταγλιπτίνης (n=370) κατά την έναρξη θεραπείας με ινσουλίνη. Πιο συγκεκριμένα η μέση μείωση από την αρχική τιμή της A1C που επιτεύχθηκε στους ασθενείς που διατήρησαν τη σιταγλιτπίνη με την έναρξη ινσουλίνης ήταν -1,88% (μέθοδο ελαχίστων τετραγώνων LS από την αρχική) ενώ αντίστοιχα στους ασθενείς που διέκοψαν τη σιταγλιπτίνη, μείωση -1,42% και η μεταξύ τους διαφορά σε ποσοστό -0,46% (95% CI [-0.58, -0.34], p<0.001).
Επιπλέον σε αυτή τη μελέτη δεν υπήρξε αυξημένος κίνδυνος υπογλυκαιμίας στην ομάδα που διατήρησαν τη σιταγλιπτίνη κατά την έναρξη της ινσουλίνης σε σχέση με εκείνους που τη διέκοψαν. Για τους ασθενείς που συνέχισαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη καταγράφηκαν 1.55 συμβάματα επιβεβαιωμένης συμπτωματικής υπογλυκαιμίας (γλυκόζη αίματος ≤70 mg / dL) ανά ανθρωπο-έτος σε σύγκριση με τα 2.12 συμβάματα ανά ανθρωπο-έτος σε εκείνους που διέκοψαν τη σιταγλιπτίνη και έχοντας ως αποτέλεσμα ποσοστό αναλογίας συμβάντων της τάξης του 0.73 (95% CI [0.54, 0.98], p=0.039). Επιπρόσθετα, οι ασθενείς που συνέχισαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη χρειάζονταν χαμηλότερη ημερήσια δόση ινσουλίνης (53,2 ημερήσιες μονάδες με σιταγλιπτίνη σε σύγκριση με 61.3 ημερήσιες μονάδες σε αυτούς που σταμάτησαν να λαμβάνουν σιταγλιπτίνη), μια μεταξύ των σκελών διαφορά της τάξης των -8.0 μονάδων (95%CI [-14.6, -1.5], p=0.016).
Σε αυτή τη μελέτη οι αλλαγές στο σωματικό βάρος ήταν παρόμοιες στις δύο ομάδες ασθενών μετά από 30 εβδομάδες. Επίσης και οι δύο θεραπείες ήταν καλά ανεχτές, με παρόμοιες ανεπιθύμητες ενέργειες και παρόμοιο ποσοστό συμβάντων και συχνότητας υπογλυκαιμιών.
Εδώ και πάνω από έναν αιώνα, η MSD, μια βιο-φαρμακευτική εταιρεία με ηγετική θέση παγκοσμίως, ανακαλύπτει φάρμακα και εμβόλια για τις πιο σοβαρές ασθένειες σε όλο τον κόσμο, κάνοντας πράξη την αποστολή της να ερευνά για να προσφέρει περισσότερη και καλύτερη ζωή. MSD είναι η εμπορική επωνυμία της εταιρείας Merck & Co., Inc., με έδρα το Kenilworth, Ν.J., στις ΗΠΑ. Μέσω των προϊόντων μας -συνταγογραφούμενα φάρμακα, εμβόλια, βιολογικές θεραπείες και κτηνιατρικά φάρμακα- και με παρουσία σε περισσότερες από 140 χώρες προσφέρουμε καινοτόμες θεραπευτικές λύσεις στους ασθενείς. Παράλληλα, δέσμευσή μας είναι η αύξηση της πρόσβασης των ασθενών στην υγειονομική περίθαλψη, μέσω πολιτικών, προγραμμάτων και συνεργασιών που υλοποιούμε.
Σήμερα, η MSD συνεχίζει να είναι πρωτοπόρος στην έρευνα για την ανακάλυψη και εξέλιξη θεραπειών που προλαμβάνουν και αντιμετωπίζουν «απειλητικές» ασθένειες για τη ζωή των ανθρώπων παγκοσμίως, όπως ο καρκίνος, οι παθήσεις του καρδιο-μεταβολικού, η νόσος Alzheimer, μολυσματικές ασθένειες συμπεριλαμβανομένων των ιών HIV και Έμπολα καθώς και πρώτο- εμφανιζόμενες ασθένειες ζώων.
Για περισσότερες πληροφορίες, μπορείτε να επισκεφθείτε την ιστοσελίδα www.msd.gr και να ακολουθήσετε στο Τwitter.
Σημαντικές πληροφορίες ασφάλειας για τη σιταγλιπτίνη [i]
4.3 Αντενδείξεις
Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε κάποιο από τα έκδοχα που αναφέρονται στην παράγραφο 6.1 (βλ. παράγραφο 4.4 και 4.8).
4.4 Ειδικές προειδοποιήσεις και προφυλάξεις κατά τη χρήση
Γενικά
Το Januvia δεν θα πρέπει να χρησιμοποιείται σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 1 ή για τη θεραπεία της διαβητικής κετοξέωσης.
Οξεία παγκρεατίτιδα
Η χρήση αναστολέων της διπεπτιδυλικής πεπτιδάσης 4 (DPP-4) έχει συσχετισθεί με κίνδυνο ανάπτυξης οξείας παγκρεατίτιδας. Οι ασθενείς πρέπει να ενημερώνονται για το χαρακτηριστικό σύμπτωμα της οξείας παγκρεατίτιδας: επιμένον, σοβαρό κοιλιακό άλγος. Υποχώρηση της παγκρεατίτιδας παρατηρήθηκε μετά την διακοπή της σιταγλιπτίνης (με ή χωρίς υποστηρικτική θεραπεία), αλλά έχουν αναφερθεί πολύ σπάνιες περιπτώσεις νεκρωτικής ή αιμορραγικής παγκρεατίτιδας ή/και θάνατος. Εάν υπάρχει υποψία για παγκρεατίτιδα, το Januvia και άλλα πιθανόν υποπτευόμενα φαρμακευτικά προϊόντα πρέπει να διακοπούν. Εάν η οξεία παγκρεατίτιδα επιβεβαιωθεί, το Januvia δεν πρέπει να αρχίσει ξανά. Θα πρέπει να δίνεται προσοχή σε ασθενείς με ιστορικό παγκρεατίτιδας.
Υπογλυκαιμία όταν χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με άλλα αντι-υπεργλυκαιμικά φαρμακευτικά προϊόντα
Σε κλινικές μελέτες με το Januvia ως μονοθεραπεία και ως μέρος της συνδυασμένης θεραπείας με φαρμακευτικά προϊόντα που δεν είναι γνωστό ότι προκαλούν υπογλυκαιμία (π.χ. μετφορμίνη ή/και PPARγ αγωνιστή), η συχνότητα των περιπτώσεων υπογλυκαιμίας που αναφέρθηκε με σιταγλιπτίνη ήταν παρόμοια με τη συχνότητα σε ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Υπογλυκαιμία παρατηρήθηκε όταν η σιταγλιπτίνη χρησιμοποιήθηκε σε συνδυασμό με ινσουλίνη ή με μια σουλφονυλουρία . Γι’ αυτό, για να μειωθεί ο κίνδυνος της υπογλυκαιμίας μπορεί να εξετασθεί το ενδεχόμενο χορήγησης μιας μικρότερης δόσης σουλφονυλουρίας ή ινσουλίνης (βλ. παράγραφο 4.2).
Νεφρική δυσλειτουργία
Η σιταγλιπτίνη απεκκρίνεται από τους νεφρούς. Προκειμένου να επιτευχθούν συγκεντρώσεις της σιταγλιπτίνης στο πλάσμα παρόμοιες με αυτές των ασθενών με φυσιολογική νεφρική λειτουργία, συνιστώνται μικρότερες δόσεις σε ασθενείς με GFR < 45 ml/min, καθώς επίσης σε ασθενείς με ΝΝΤΣ για τους οποίους απαιτείται αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή διύλιση (βλ. παράγραφο 4.2 και 5.2).
Όταν εξετάζεται το ενδεχόμενο χορήγησης της σιταγλιπτίνης σε συνδυασμό με ένα άλλο αντιδιαβητικό φαρμακευτικό προϊόν, πρέπει να ελέγχονται οι συνθήκες του για τη χρήση σε ασθενείς με νεφρική δυσλειτουργία.
Αντιδράσεις υπερευαισθησίας
Έχουν γίνει αναφορές, μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου για σοβαρές αντιδράσεις υπερευαισθησίας σε ασθενείς που έλαβαν θεραπεία με σιταγλιπτίνη. Αυτές οι αντιδράσεις συμπεριλαμβάνουν αναφυλαξία, αγγειοοίδημα, και αποφολιδωτικές δερματικές αντιδράσεις συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens-Johnson. Η εμφάνιση αυτών των αντιδράσεων έγινε εντός των πρώτων 3 μηνών μετά την έναρξη της θεραπείας, με ορισμένες αναφορές που εμφανίζονται μετά την πρώτη δόση. Εάν υποπτευθείτε μία αντίδραση υπερευαισθησίας, το Januvia πρέπει να διακοπεί. Άλλες πιθανές αιτίες για το συμβάν πρέπει να εκτιμηθούν, και να ξεκινήσει εναλλακτική θεραπεία για τον διαβήτη.
Πομφολυγώδες πεμφιγοειδές
Έχουν υπάρξει αναφορές πομφολυγώδους πεμφιγοειδούς μετά την κυκλοφορία του φαρμάκου σε ασθενείς που λάμβαναν αναστολείς της DPP‑4, συμπεριλαμβανομένης της σιταγλιπτίνης. Εάν υπάρχει υποψία για πομφολυγώδες πεμφιγοειδές, το Januvia θα πρέπει να διακόπτεται.
4.8 Ανεπιθύμητες ενέργειες
Συνοπτικό προφίλ ασφάλειας
Έχουν αναφερθεί σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων παγκρεατίτιδας και αντιδράσεων υπερευαισθησίας. Έχει αναφερθεί υπογλυκαιμία σε συνδυασμό με σουλφονυλουρία (4,7 %-13,8 %) και ινσουλίνη (9,6 %) (βλέπε παράγραφο 4.4).
Ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρονται στον πίνακα
Αναφέρονται παρακάτω (στον Πίνακα 1), ανά κατηγορία οργανικού συστήματος και συχνότητα οι ανεπιθύμητες ενέργειες. Η συχνότητα εμφάνισης έχει ορισθεί ως: πολύ συχνές (≥ 1/10), συχνές (≥ 1/100 έως < 1/10), όχι συχνές (≥ 1/1.000 έως < 1/100), σπάνιες (≥ 1/10.000, έως < 1/1.000), πολύ σπάνιες (< 1/10.000) και μη γνωστές (δεν μπορούν να εκτιμηθούν με βάση τα διαθέσιμα δεδομένα).
Πίνακας 1. Η συχνότητα των ανεπιθύμητων ενεργειών που ταυτοποιήθηκαν από τις ελεγχόμενες με εικονικό φάρμακο κλινικές μελέτες μονοθεραπείας σιταγλιπτίνης και την εμπειρία μετά την κυκλοφορία
Ανεπιθύμητη ενέργεια | Συχνότητα της ανεπιθύμητης ενέργειας |
Διαταραχές του αιμοποιητικού και του λεμφικού συστήματος | |
θρομβοπενία | Σπάνια |
Διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος | |
αντιδράσεις υπερευαισθησίας, συμπεριλαμβανομένων των αναφυλακτικών αντιδράσεων *,† | Μη γνωστή συχνότητα |
Διαταραχές του μεταβολισμού και της θρέψης | |
υπογλυκαιμία† | Συχνή |
Διαταραχές του νευρικού συστήματος | |
κεφαλαλγία | Συχνή |
ζάλη | Όχι συχνή |
Διαταραχές του αναπνευστικού συστήματος, του θώρακα και του μεσοθωράκιου | |
διάμεση πνευμονική νόσος* | Μη γνωστή συχνότητα |
Διαταραχές του γαστρεντερικού | |
δυσκοιλιότητα | Όχι συχνή |
έμετος* | Μη γνωστή συχνότητα |
οξεία παγκρεατίτιδα *,†,‡ | Μη γνωστή συχνότητα |
θανατηφόρος και μη-θανατηφόρος αιμορραγική και νεκρωτική παγκρεατίτιδα*,† | Μη γνωστή συχνότητα |
Διαταραχές του δέρματος και του υποδόριου ιστού | |
κνησμός* | Όχι συχνή |
αγγειοοίδημα*,† | Μη γνωστή συχνότητα |
εξάνθημα*,† | Μη γνωστή συχνότητα |
κνίδωση*,† | Μη γνωστή συχνότητα |
δερματική αγγειίτιδα*,† | Μη γνωστή συχνότητα |
αποφολιδωτικές δερματικές καταστάσεις συμπεριλαμβανομένου του συνδρόμου Stevens-Johnson *,† | Μη γνωστή συχνότητα |
πομφολυγώδες πεμφιγοειδές* | Μη γνωστή συχνότητα |
Διαταραχές του μυοσκελετικού συστήματος και του συνδετικού ιστού | |
αρθραλγία* | Μη γνωστή συχνότητα |
μυαλγία* | Μη γνωστή συχνότητα |
οσφυαλγία* | Μη γνωστή συχνότητα |
αρθροπάθεια* | Μη γνωστή συχνότητα |
Διαταραχές των νεφρών και των ουροφόρων οδών | |
επηρεασμένη νεφρική λειτουργία * | Μη γνωστή συχνότητα |
οξεία νεφρική ανεπάρκεια * | Μη γνωστή συχνότητα |
*Ανεπιθύμητες ενέργειες που ταυτοποιήθηκαν κατά την παρακολούθηση μετά την κυκλοφορία
†Βλ. παράγραφο 4.4.
‡ Βλ. παρακάτω την Καρδιαγγειακή Μελέτη Ασφάλειας TECOS
Περιγραφή επιλεγμένων ανεπιθύμητων ενεργειών
Επιπρόσθετα των ανεπιθύμητων ενεργειών που σχετίζονται με το φάρμακο και αναφέρονται παραπάνω, οι ανεπιθύμητες ενέργειες που αναφέρθηκαν, ανεξαρτήτως αιτιολογικής συσχέτισης με το φάρμακο, και που παρουσιάσθηκαν τουλάχιστον στο 5 % και πιο συχνά σε ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη, περιλάμβαναν λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος και ρινοφαρυγγίτιδα. Επιπλέον ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν ανεξαρτήτως αιτιολογικής συσχέτισης με το φάρμακο, που εμφανίσθηκαν συχνότερα σε ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με σιταγλιπτίνη (δεν έφθασαν τα επίπεδα του 5 %, αλλά εμφανίσθηκαν με συχνότητα > 0,5 % μεγαλύτερη με τη σιταγλιπτίνη από ότι με την ομάδα ελέγχου) και περιλάμβαναν οστεοαρθρίτιδα και πόνο στα άκρα.
Ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες παρατηρήθηκαν συχνότερα σε μελέτες συνδυαστικής χρήσης της σιταγλιπτίνης με άλλα αντι-διαβητικά φαρμακευτικά προϊόντα, από ό, τι σε μελέτες μονοθεραπείας με σιταγλιπτίνη. Αυτές περιλάμβαναν υπογλυκαιμία (συχνότητα πολύ συχνή με το συνδυασμό σουλφονυλουρίας και μετφορμίνης), γρίπη (συχνή με ινσουλίνη (με ή χωρίς μετφορμίνη)), ναυτία και έμετο (συχνή με μετφορμίνη), μετεωρισμό (συχνή με μετφορμίνη ή πιογλιταζόνη), δυσκοιλιότητα (συχνή με το συνδυασμό σουλφονυλουρίας και μετφορμίνης), περιφερικό οίδημα (συχνή με πιογλιταζόνη ή το συνδυασμό πιογλιταζόνης και μετφορμίνης), υπνηλία και διάρροια (συχνές με μετφορμίνη), και ξηροστομία (όχι συχνή με ινσουλίνη (με ή χωρίς μετφορμίνη)).
TECOS Καρδιαγγειακή Μελέτη Ασφάλειας
Η μελέτη αξιολόγησης καρδιαγγειακών εκβάσεων με σιταγλιπτίνη (TECOS) περιελάμβανε 7.332 ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη, 100 mg ημερησίως (ή 50 mg ημερησίως εάν η αρχική eGFR ήταν ≥ 30 και < 50 ml/λεπτό/1,73 m2) και 7.339 ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο στον πληθυσμό με πρόθεση θεραπείας. Και οι δύο θεραπείες προστέθηκαν στη συνήθη αγωγή με στόχο την επιτευξη των τοπικών θεραπευτικών προτύπων γλυκοζιλιωμένης αιμοσφαιρίνης (HbA1c) και καρδιαγγειακων παραγόντων κινδύνου. Η συνολική συχνότητα εμφάνισης σοβαρών ανεπιθύμητων ενεργειών σε ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη ήταν παρόμοια με αυτή των ασθενών που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Στον πληθυσμό με πρόθεση θεραπείας, μεταξύ των ασθενών που χρησιμοποιούσαν ινσουλίνη και/ή μια σουλφονυλουρία κατά την έναρξη, η συχνότητα εμφάνισης σοβαρής υπογλυκαιμίας ήταν 2,7 % στους ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη και 2,5 % στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Μεταξύ των ασθενών που δεν έκαναν χρήση ινσουλίνης και/ή μιας σουλφονυλουρίας κατά την έναρξη, η συχνότητα εμφάνισης σοβαρής υπογλυκαιμίας ήταν 1,0 % στους ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη και 0,7 % στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο. Η συχνότητα εμφάνισης των επιβεβαιωμένων επεισοδίων παγκρεατίτιδας ήταν 0,3 % στους ασθενείς που έλαβαν σιταγλιπτίνη και 0,2 % στους ασθενείς που έλαβαν εικονικό φάρμακο.
Αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών
Η αναφορά πιθανολογούμενων ανεπιθύμητων ενεργειών μετά από τη χορήγηση άδειας κυκλοφορίας του φαρμακευτικού προϊόντος είναι σημαντική. Επιτρέπει τη συνεχή παρακολούθηση της σχέσης οφέλους-κινδύνου του φαρμακευτικού προϊόντος. Ζητείται από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν οποιεσδήποτε πιθανολογούμενες ανεπιθύμητες ενέργειες στον Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων, Μεσογείων 284, GR-15562 Χολαργός, Αθήνα, Τηλ: + 30 21 32040380/337, Φαξ: + 30 21 06549585, Ιστότοπος: http://www.eof.gr.
[i] Περίληψη Χαρακτηριστικών του προϊόντος 11/6/2018