Θετικά είναι τα αποτελέσματα των μελετών για τη χρήση των κρουστικών κυμάτων ως θεραπεία της χρόνιας προστατίτιδας. Ιδιαίτερα για τον μη βακτηριακό τύπο της πάθησης οι ερευνητές είναι απολύτως ενθαρρυντικοί και διατείνονται ότι είναι πετυχημένη μέθοδος καθώς οι ασθενείς ανακουφίζονται από τα συμπτώματα που προκαλεί.
«Η προστατίτιδα είναι μια από τις πιο συχνές ουρολογικές παθήσεις και καθένας από τους 4 τύπους έχει τα δικά του συμπτώματα, αιτίες και θεραπείες. Η οξεία προστατίτιδα που προκαλείται από βακτήρια είναι μια σοβαρή ιατρική κατάσταση που χρήζει επείγουσας αντιμετώπισης. Τα συμπτώματα που προκαλεί είναι πυρετός, πόνος στη βάση του πέους ή πίσω από το όσχεο, στους μύες, στις αρθρώσεις στην πλάτη, καθώς και δύσκολη ούρηση και αίσθημα ανάγκης κένωσης του εντέρου. Ο δεύτερος τύπος είναι η χρόνια βακτηριακή προστατίτιδα που παρατηρείται κυρίως σε ηλικιωμένους άνδρες που ήδη έχουν περάσει την οξεία μορφή της.
Ο ασθενής περνά περιόδους ύφεσης και έξαρσης των συμπτωμάτων, τα οποία περιλαμβάνουν επώδυνη ή επιτακτική ανάγκη για ούρηση, επίσχεση ούρων, πόνο στην πλάτη στο ορθό και μετά την εκσπερμάτιση, αίμα στο σπέρμα και αίσθημα βάρους στο όσχεο», μας εξηγεί ο χειρουργός ουρολόγος Δρ. Νικόλαος Γ. Κατσένης και συνεχίζει: «Η ασυμπτωματική προστατίτιδα γίνεται αντιληπτή μόνο μέσω αιματολογικών εξετάσεων για τον προστάτη και επομένως δεν απαιτεί θεραπεία. Τέλος, ο συχνότερος τύπος προστατίτιδας είναι το σύνδρομο χρόνιας προστατίτιδας/χρόνιου πυελικού πόνου που είναι δύσκολα αντιμετωπίσιμος. Χαρακτηρίζεται από την έλλειψη σημείων μόλυνσης στα ούρα και στο σπέρμα. Ο πόνος είναι το κύριο σύμπτωμα που μπορεί να εντοπίζεται στο πέος, στο όσχεο ή μεταξύ αυτού και του ορθού, χαμηλά στην κοιλιά ή στην πλάτη. Η διαδικασία της διάγνωσης εξακολουθεί να είναι αμφισβητήσιμη και η κλινική διάγνωση γίνεται υπό το πρίσμα παραπόνων, μικροβιολογικών ευρημάτων και αποκλεισμού πιο σοβαρών σχετικών ασθενειών».
Η παθοφυσιολογία αυτού του τύπου προστατίτιδας δεν είναι ακόμη πλήρως κατανοητή. Οι ψυχιατρικοί και σωματικοί παράγοντες ενδεχομένως και διαδραματίζουν κάποιο ρόλο. Η ποιότητα ζωής των προσβεβλημένων ατόμων μπορεί να εξασθενήσει σημαντικά, ιδίως από τον πόνο, και ο αντίκτυπος στην ποιότητα ζωής είναι συγκρίσιμος με τους ανθρώπους που έχουν υποστεί καρδιακή προσβολή, ή υποφέρουν από στηθάγχη και νόσο του Crohn.
Η ιατρική έχει επικεντρωθεί κυρίως στα λοιμώδη / φλεγμονώδη αίτια που αντιμετωπίζονται ανάλογα, με περιορισμένη ωστόσο αποτελεσματικότητα. Τα αναλγητικά, οι αντιφλεγμονώδεις παράγοντες, τα αντιβιοτικά, οι αναστολείς των α-υποδοχέων και οι αναστολείς της 5α-αναγωγάσης ως μονοθεραπεία ή συνδυαστική θεραπεία προτάθηκαν για τη θεραπεία του συνδρόμου χρόνιας προστατίτιδας/χρόνιου πυελικού πόνου ((CP/CPPS) με μεταβλητά ποσοστά επιτυχίας, τα οποία δεν ικανοποιούν συνήθως τους ασθενείς και αφήνουν τους γιατρούς απλώς να ελπίζουν για τη θεραπεία. Μεγάλος αριθμός ασθενών νοιώθει απογοήτευση από τις ανεπαρκείς επιδράσεις της θεραπείας μετά από πολλαπλές επαναλαμβανόμενες προσπάθειες. Αναζητούν άλλες θεραπευτικές προσεγγίσεις που δεν θεωρούνται μέρος της συμβατικής ιατρικής (π.χ. βελονισμός, ή φυτοθεραπεία).
Η ανάγκη αυτή οδήγησε τους ερευνητές στην αναζήτηση άλλων μορφών θεραπείας. Η έρευνα έχει διευρύνει τους ορίζοντές της πέρα από τον προστάτη ως αιτία αυτών των παθήσεων με μερικά πολλά υποσχόμενα αποτελέσματα. Μία από τις πιο πρόσφατες προσεγγίσεις για τη θεραπεία του CP/CPPS ήταν η θεραπεία με κρουστικά κύματα χαμηλής έντασης (LiSW Therapy). Η θεραπευτική αυτή μέθοδος εισήχθη στη δεκαετία του ‘80 για την αντιμετώπιση της νεφρολιθίασης. Έκτοτε έχει χρησιμοποιηθεί μεταξύ άλλων για την αντιμετώπιση του πόνου στις αρθρώσεις, σε καρδιολογικούς ασθενείς και για τη μείωση του λίπους, με επιτυχία. Η αναλγητική επίδρασή της είναι ένα ενδιαφέρον φαινόμενο, αν και οι υποκείμενοι μηχανισμοί είναι ασαφείς. Πιο πρόσφατα η θεραπεία LiSW έχει χρησιμοποιηθεί στην αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας με εξαιρετικά αποτελέσματα.
Αφορά στην παροχή κυμάτων σε ένα συγκεκριμένο τμήμα ή όργανο του σώματος μέσω ενός ειδικά σχεδιασμένου αισθητήρα. Αυτά τα κρουστικά κύματα καταλήγουν σε πληθώρα βιολογικών αντιδράσεων, συμπεριλαμβανομένης της αύξησης και βελτίωσης της παροχής αίματος στο σημείο που χρησιμοποιούνται. Θεωρείται ότι είναι μια σχετικά ασφαλής και μη επεμβατική θεραπευτική επιλογή για μια σειρά από ιατρικές παθήσεις.
Σήμερα έχει γίνει μια δημοφιλής θεραπευτική προσέγγιση για τη θεραπεία της προστατίτιδας. Έχουν πραγματοποιηθεί έρευνες για τη θεραπεία της CP/CPPS, και τα αποτελέσματα έδειξαν ότι απαλείφει εντυπωσιακά γρήγορα και σε μεγάλο βαθμό τα συμπτώματα. Οι ασθενείς που υποβάλλονται σ’ αυτή αναφέρουν μείωση του πόνου και βελτίωση της ποιότητας ζωής.
Ενδεικτικά, μελέτη που πραγματοποιήθηκε σε 33 ασθενείς άνω των 18 ετών στο Νοσοκομείο Ta-Tung του Νομού Kaohsiung και στο Νοσοκομείο Hsiao-Kang, στη νοτιοδυτική Ταϊβάν που δεν μπόρεσαν να επιτύχουν κλινική βελτίωση μετά τη λήψη πλήρων δόσεων θεραπείας με αντιβιοτικά, άλφα-αναστολείς και αντιφλεγμονώδη, μεταξύ Ιανουαρίου – Δεκεμβρίου 2016, έδειξε ότι τα κρουστικά κύματα χαμηλής έντασης είναι αποτελεσματικά ως θεραπεία σε ασθενείς με CPPS που δεν ανταποκρίνονταν στην παραδοσιακή θεραπεία. Κατά την 3μηνη παρακολούθηση, το 81,8% των ανθεκτικών ασθενών με CPPS πέτυχε σημαντική κλινική βελτίωση. Επίσης, τα αποτελέσματα μιας άλλης μελέτης σε 41 ασθενείς, ηλικίας 18 έως 78 ετών, που διεξήχθη από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Ιορδανίας, υποστηρίζουν την ασφάλεια και την αποτελεσματικότητα της θεραπείας με κρουστικά κύματα σε ανθεκτικές περιπτώσεις CPPS, τουλάχιστον για ένα χρόνο μετά τη θεραπεία. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξαν και οι ερευνητές Juan V A Franco Tarek Turk Jae Hung Jung Yu‐Tian Xiao Stanislav Iakhno Virginia Garrote Valeria Vietto μετά από μελέτη τους σε 3290 ασθενείς. Διαπίστωσαν ότι η εν λόγω θεραπεία είναι πιθανό να οδηγήσει σε μείωση των συμπτωμάτων της προστατίτιδας χωρίς να προκαλέσει ανεπιθύμητες ενέργειες.
«Στους ασθενείς με CP/CPPS τα κρουστικά κύματα χαμηλής έντασης εφαρμόζονται στο περίνεο. Ο πόνος παρουσιάζει σημάδια βελτίωσης μετά από 12-18 συνεδρίες, διάρκειας 20 λεπτών, οι οποίες γίνονται στο ιατρείο. Είναι απολύτως ανώδυνες, για την πραγματοποίησή τους δεν απαιτείται αναισθησία και κυρίως δεν υπάρχει η παραμικρή παρενέργεια», καθησυχάζει ο Δρ. Κατσένης. «Σε κάθε περίπτωση ο ουρολόγος πρέπει πάντα να κάνει χρήση των ειδικών ερωτηματολογίων για τη χρόνια προστατίτιδα/χρόνιο πυελικό άλγος. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται η κατά το δυνατό αντικειμενικοποίηση των συμπτωμάτων αλλά και η εκτίμηση της αποτελεσματικότητας της όποιας θεραπευτικής επιλογής», καταλήγει ο Δρ. Νικόλαος Κατσένης.