Εμβρυομεταφορά: Ποια είναι η κατάλληλη χρονική στιγμή για την εκτέλεσή της

0

Αν πρόκειται να υποβληθείτε σε εξωσωματική γονιμοποίηση, μπορεί να αναρωτιέστε πόσες ημέρες μετά την ωοληψία θα γίνει η εμβρυομεταφορά. Η απάντηση δεν είναι η ίδια για όλες τις γυναίκες, αφού κάθε περίπτωση και κάθε κύκλος εξωσωματικής είναι διαφορετικός και έχει τις ιδιαιτερότητές του.

Όπως εξηγεί ο μαιευτήρας-χειρουργός γυναικολόγος Δρ. Ιωάννης Π. Βασιλόπουλος, MD, MSc, ειδικός στην Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ιδρυτικό μέλος του Institute of Life-ΙΑΣΩ, κατά το παρελθόν η μεταφορά των εμβρύων γινόταν σύντομα μετά τη γονιμοποίησή τους στο εργαστήριο. Πόσο σύντομα; Συνήθως 1-2 ημέρες έπειτα από την ωοληψία (δηλαδή την συλλογή των ωαρίων από τη γυναίκα), επειδή οι συνθήκες στο εργαστήριο της Εμβρυολογίας ήταν πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι σήμερα και τα έμβρυα δεν επιζούσαν πολύ έξω από το ανθρώπινο σώμα.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, οι συνθήκες καλλιέργειας των εμβρύων άρχισαν να βελτιώνονται και για πολλά χρόνια έγινε κανόνας να εκτελείται η εμβρυομεταφορά όταν τα έμβρυα ήσαν 3 ημερών.

Στη σύγχρονη εποχή, όμως, έχουν εφαρμοστεί ευρέως νέες προδιαγραφές για την ανάπτυξη των εμβρύων και ορισμένα μπορούν να ζουν επί 5 ή 6 ημέρες, φθάνοντας στο επονομαζόμενο στάδιο της βλαστοκύστης. Σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), το 35-50% των γονιμοποιημένων ωαρίων θα αναπτυχθούν έως αυτό το στάδιο.

Η ανάπτυξη των εμβρύων έως το στάδιο της βλαστοκύστης βοηθά την ιατρική ομάδα να εντοπίσει τα έμβρυα με περισσότερες πιθανότητες επιτυχούς εμφύτευσης. Αυτό γίνεται με βάση της μορφολογία της βλαστοκύστης, η οποία αποτελείται από 100-200 κύτταρα.

Κάθε βλαστοκύστη βαθμολογείται με βάση ένα συγκεκριμένο σύστημα και όσο υψηλότερη βαθμολογία λάβει, τόσο πιθανότερο είναι να εμφυτευθεί επιτυχώς στην κοιλότητα της μήτρας.

«Η αυξημένη πιθανότητα εγκυμοσύνης είναι ο λόγος για τον οποίο κατά την εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης τοποθετούμε στη μήτρα λιγότερα έμβρυα, απ’ ό,τι αν τα έμβρυα ήσαν 3 ημερών», εξηγεί ο Δρ. Βασιλόπουλος.

Ωστόσο η εμβρυομεταφορά στο στάδιο της βλαστοκύστης δεν γίνεται πάντοτε ούτε σε όλες τις γυναίκες, καθώς δεν

μεγαλώνουν όλα τα έμβρυα έως το στάδιο αυτό.

«Αν κατά την καλλιέργεια διαπιστώσουμε ότι έχουμε μόνο ένα ή δύο έμβρυα που αναπτύσσονται φυσιολογικά, μπορεί να μην τα αφήσουμε να φτάσουν έως το στάδιο της βλαστοκύστης, αλλά να τα μεταφέρουμε στη μήτρα την 2η ή 3η μέρα», λέει ο ειδικός. «Για τα έμβρυα αυτά, το ανθρώπινο σώμα πιθανώς είναι ο ιδανικός χώρος ανάπτυξης μετά την γονιμοποίηση. Σε κάθε περίπτωση, η γυναίκα δεν πρέπει να αποθαρρύνεται, διότι είτε η εμβρυομεταφορά γίνει με έμβρυο 3 ημερών είτε με έμβρυο 5 ημερών (δηλαδή στο στάδιο της βλαστοκύστης), αν είναι προορισμένο να εξελιχθεί σε μωρό, θα εξακολουθήσει να αναπτύσσεται φυσιολογικά μέσα στη μήτρα».

 

Η διαδικασία

Η εμβρυομεταφορά είναι μια απλή και ανώδυνη διαδικασία. Πραγματοποιείται χωρίς αναισθησία και διαρκεί περίπου 15 λεπτά (η μεταφορά καθαυτή διαρκεί 30 δευτερόλεπτα), ενώ γίνεται με τη βοήθεια ενός λεπτού, εύκαμπτου καθετήρα.

Ο εμβρυολόγος αναρροφά τα έμβρυα που έχουν επιλεγεί στον καθετήρα και ύστερα ο γιατρός εισάγει τον καθετήρα στη μήτρα μέσω του τραχήλου για να τα εναποθέσει στον βυθό της (στον πυθμένα).

Η όλη διαδικασία γίνεται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση. Η αίσθηση που έχει η γυναίκα είναι σαν κι αυτή του τεστ Παπ.

Μόλις ολοκληρωθεί η διαδικασία, ο καθετήρας ελέγχεται στο εργαστήριο για να εξασφαλιστεί ότι έχουν μεταφερθεί όλα τα επιλεγμένα έμβρυα.

Μετά την εμβρυομεταφορά, η γυναίκα παραμένει ξαπλωμένη για μισή ώρα και ύστερα μπορεί να επιστρέψει στο σπίτι της, όπου για λίγες ημέρες συνιστάται να αποφεύγει τις έντονες φυσικές δραστηριότητες. Μπορεί επίσης να παίρνει προγεστερόνη, η οποία αυξάνει τις πιθανότητες εγκυμοσύνης και συμβάλλει στη διατήρησή της.

Όταν επιβεβαιωθεί η εγκυμοσύνη, η γυναίκα μπορεί να διακόψει τη λήψη της ορμόνης, αφού συνήθως ο οργανισμός παράγει μόνος τους τις ποσότητες που χρειάζεται.

Δοκιμαστική εμβρυομεταφορά

Μερικές φορές, πριν από την προαναφερθείσα διαδικασία εφαρμόζεται στη γυναίκα μία «δοκιμαστική» εμβρυομεταφορά (mock embryo transfer), με την οποία αφενός ελέγχει ο γιατρός τη διαβατότητα του τραχήλου, αφετέρου μετρά την απόσταση έως την ιδανική θέση στη μήτρα, ώστε να ξέρει σε ποιο ακριβώς σημείο πρέπει να τοποθετήσει τα έμβρυα.

Κατά τη δοκιμή αυτή, ο γιατρός εισάγει τον καθετήρα της κανονικής εμβρυομεταφοράς, με τη διαφορά ότι αυτός δεν περιέχει έμβρυα.

Η δοκιμαστική εμβρυομεταφορά πιστεύεται ότι διευκολύνει την κανονική εμβρυομεταφορά, επειδή εντοπίζει εκ των προτέρων τυχόν προβλήματα, επιτρέποντας στον γιατρό να κάνει εγκαίρως τις απαιτούμενες προσαρμογές και παρεμβάσεις.

Ο αριθμός των εμβρύων που μεταφέρεται σε κάθε κύκλο εξωσωματικής δεν είναι αυστηρά καθορισμένος. Οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι τα βέλτιστα αποτελέσματα επιτυγχάνονται όταν μεταφέρονται έως τέσσερα έμβρυα.

«Η μεταφορά περισσότερων των τεσσάρων εμβρύων πιστεύεται ότι οδηγεί σε υπερβολικό αριθμό πολύδυμων κυήσεων, οι οποίες φέρουν υψηλό κίνδυνο επιπλοκών», τονίζει ο Δρ. Βασιλόπουλος. «Συνήθως περιοριζόμαστε σε 2-3 έμβρυα και τα υπόλοιπα κρυοσυντηρούνται για μελλοντική χρήση, εάν χρειασθεί».