Ο Σύλλογος Ασθενών Ήπατος Ελλάδος «Προμηθέας» εκφράζει την έντονη ανησυχία του αναφορικά με την κωλυσιεργία-αδιαφορία που έχει υποδείξει μέχρι στιγμής η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας αναφορικά με την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την εκρίζωση της ηπατίτιδας C.
Η προσπάθεια εξάλειψης της ηπατίτιδας C αποτελεί εθνική δέσμευση με ισχύ από το 2016, όταν μαζί με άλλες 194 χώρες η Ελλάδα συστρατεύτηκε με την πολιτική του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ). Όμως, την ίδια στιγμή που άλλες χώρες όπως η Αγγλία, η Ισπανία και η Γαλλία, βρίσκονται σε τροχιά πλήρους εξάλειψης της ηπατίτιδας C ακόμα και πριν από το 2030, ενώ άλλες όπως η Ιταλία, Πορτογαλία, Ολλανδία, Σκωτία, Γερμανία και η Μάλτα βρίσκονται εντός στόχων, η Ελλάδα μοιάζει να είναι ένας εκ των ουραγών της σειράς κατάταξης (EASL 2019).
Το 2021 αποτελεί έτος της πρώτης επίσημης αξιολόγησης που θα πραγματοποιήσει ο Π.Ο.Υ στα κράτη μέλη. Οφείλουμε να προστατέψουμε την αξιοπιστία της χώρας μας στους διεθνείς οργανισμούς και να φανούμε συνεπείς υλοποιώντας όλες τις απαραίτητες ενέργειες που υπαγορεύει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης.
Ο «Προμηθέας» έχοντας αποτελέσει έναν βασικούς εταίρους της προσπάθειας εξάλειψης της νόσου, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της ενημέρωσης της πολιτική ηγεσίας του Υπουργείου Υγείας, απέστειλε ήδη 4 επιστολές προς τον Υπουργό Υγείας, κ. Β. Κικίλια αλλά και τον Γενικό Γραμματέα Δημόσιας Υγείας κ. Π. Πρεζεράκο θέτοντας υπόψη τους τα βασικά προβλήματα. Δυστυχώς όμως μέχρι και σήμερα δεν έχουμε λάβει καμία απάντηση. Συγκεκριμένα θέσαμε υπόψη τους:
- Η υποδιάγνωση παραμένει σε πολύ υψηλά επίπεδα (80%), μέχρι το 2021 πρέπει να γίνουν όλες οι ενέργειες ώστε ποσοστό των επίσημα διαγνωσμένων ασθενών να έχει διπλασιαστεί στο 40%.
- Ενώ η επιστήμη έχει δώσει απάντηση στην ηπατίτιδα C, καθώς πλέον τα διαθέσιμα φάρμακα θεραπεύουν σε ποσοστό 98% τους ασθενείς που ζουν με τον ιό, στην Ελλάδα ελάχιστοι είναι αυτοί που μέχρι στιγμής έχουν ευεργετηθεί. Στην χώρα μας δεν έχουμε καταφέρει να φτάσουμε τον ετήσιο στόχο της θεραπευτικής κάλυψης (σημειωτέων πως ετησίως θεραπεύονται 2.500 ασθενείς αντί για 4.800/έτος που ήταν ο στόχος για το 2017-2019).
- Τα προβλήματα στην πρόσβαση όπως η έλλειψη ασφαλιστικής κάλυψης (ΑΜΚΑ) σε μεγάλο ποσοστό κρατούμενων αλλά και το γεγονός οι ευάλωτοι πληθυσμοί καλούνται να πληρώσουν εξετάσεις, όπως ο γονότυπος και η ελαστογραφία ήπατος, που ήδη έχουν κοστολογηθεί από το ΚΕΣΥ αλλά αναμένουν εδώ και 4 μήνες την υπογραφή του Υπουργού Υγείας, ώστε να αποζημιωθούν από τα ασφαλιστικά ταμεία.
Οι προτεινόμενες λύσεις στα παραπάνω προβλήματα δεν απαιτούν περαιτέρω επιβάρυνση των ασφαλιστικών ταμείων. Τα παραπάνω ζητήματα άπτονται της οργάνωσης των διαφόρων οργανισμών και υπηρεσιών του συστήματος υγείας. Ως εκ τούτου, προτείνουμε:
- Την άμεση ενεργοποίηση της Εθνικής Επιτροπής Παρακολούθησης και Υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C
- Την αποζημίωση των ήδη κοστολογημένων εξετάσεων γονότυπου και ελαστογραφίας ήπατος
- Την χαρτογράφηση και τον συντονισμό παρεμβάσεων και προγραμμάτων μικροεξάλειψης στα σωφρονιστικά καταστήματα καθώς και των προγραμμάτων απεξάρτησης και υποκατάστασης
- Συστηματικές ενέργειες που θα βοηθήσουν στο να βρεθούν οι αδιάγνωστοι ασθενείς. Ενδεικτικά η πρόσφατη ηλεκτρονική ειδοποίηση μέσω της ΗΔΙΚΑ που έλαβαν οι γιατροί του ΕΣΥ, οδήγησε περισσοτέρους από 150.000 συνανθρώπους μας στο να εξεταστούν. Η άμεση ανάλυση και εξεργασία των στοιχείων είναι επίσης απαραίτητη.
- Η αύξηση των μέτρων πρόληψης σε ευάλωτους πληθυσμούς. Η αύξηση διανομής καθαρού ενέσιμου εξοπλισμού σε 300 σύριγγες/χρήστη/έτος πρόκειται για μέτρο πρόληψης με ξεκάθαρη σχέση κόστους-αποτελεσματικότητας. Δυστυχώς, ακόμα και στην δεύτερη μεγαλύτερή πόλη της Ελλάδας, την Θεσσαλονίκη, παρόλο που η επιδημία της ηπατίτιδας C στους χρήστες αγγίζει το 70%, τα μέτρα πρόληψης παραμένουν ανύπαρκτα.
Οποιαδήποτε περαιτέρω κωλυσιεργία θα αποφέρει σοβαρότατες επιπτώσεις στην εξάπλωση και επιδείνωση της νόσου, πρωτίστως ανάμεσα στους προαναφερθέντες πληθυσμούς, σημαντικά οικονομικά ελλείματα στα ασφαλιστικά ταμεία τα οποία θα κληθούν να θεραπεύσουν περισσότερα άτομα με σοβαρότερες επιπλοκές, αλλά και εν γένει ζημία στο σύνολο της δημόσιας υγείας.