Μετά την εγγυημένη, καθολική και ισότιμη πρόσβαση όλων των πολιτών (και των ανασφάλιστων) στην ιατροφαρμακευτική φροντίδα και μετά την επιτυχή παρέμβαση του Υπουργείου Υγείας για την επιβίωση του ΕΣΥ και της δημόσιας περίθαλψης, το στοίχημα της μεταμνημονιακής περιόδου είναι η σταδιακή υπέρβαση της λιτότητας στην Υγεία, η εξάλειψη των ανισοτήτων στη φροντίδα, η μέριμνα για την ποιότητα των υπηρεσιών και η αξιολόγηση της παρεχόμενης φροντίδας, ο έλεγχος της αποδοτικής αξιοποίησης των δημόσιων πόρων, ο σχεδιασμός της ανάπτυξης του Συστήματος Υγείας με βάση τις τεκμηριωμένες υγειονομικές ανάγκες των ανθρώπων και των τοπικών κοινωνιών.
Η κατά κεφαλή δαπάνη υγείας/ έτος στην Ελλάδα είναι 1.650 ευρώ, στα 2/3 του μέσου ευρωπαϊκού όρου, με το Δημόσιο να καλύπτει πλέον το 2016 το 61,3% (από 58,3% το 2015 ) της δαπάνης. Η εικόνα αυτή οδηγεί στην ανάγκη ενίσχυσης των δημόσιων δομών υγείας και ορθολογικότερης κατανομής των διαθέσιμων πόρων, με προτεραιότητα στους τομείς που υστερεί το ΕΣΥ και επιβαρύνονται οικονομικά οι πολίτες (εξειδικευμένη διαγνωστική και θεραπευτική παρέμβαση, υπηρεσίες ΠΦΥ, εργαστηριακές εξετάσεις, οδοντιατρική περίθαλψη, φυσικοθεραπεία-αποκατάσταση, φροντίδα ατόμων με άνοια, αναπηρία, νοητική υστέρηση, ψυχική νόσο κλπ) .
Στην Ελλάδα η πρώτη αιτία θανάτου είναι τα καρδιαγγειακά νοσήματα, (43% στις γυναίκες και 36% στους άνδρες ) με βάση τα στοιχεία της έκθεσης «Προφίλ Υγείας 2017» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ. Με δεδομένο επίσης το υψηλό ποσοστό αποτρεπτής θνησιμότητας (πρόωροι θάνατοι που θα μπορούσαν έχουν αποφευχθεί μέσω έγκαιρης υγειονομικής φροντίδας) , είναι προφανής η ανάγκη στροφής της πολιτικής υγείας στην πρωτογενή πρόληψη των καρδιαγγειακών παθήσεων και στην αποτελεσματικότερη οργάνωση και δικτύωση του ΕΣΥ για την αντιμετώπιση των οξέων καρδιαγγειακών συμβαμάτων (24.000/έτος) . Είναι ζωτικής σημασίας η δυνατότητα διενέργειας επείγουσας/πρωτογενούς αγγειοπλαστικής στο έμφραγμα του μυοκαρδίου σε όλες τις περιφέρεις της χώρας(σήμερα γίνεται στο 40% των περιπτώσεων) , περιορίζοντας τις υγειονομικές ανισότητες λόγω μη έγκαιρης φροντίδας σε εξειδικευμένες δημόσιες δομές (Αιμοδυναμικά Εργαστήρια, Μονάδες Εμφραγμάτων κλπ) .
Η επικέντρωση στην ποιότητα της περίθαλψης, απαιτεί επένδυση σε σύγχρονες υποδομές και εξοπλισμό, αλλά πάνω απ’ όλα προϋποθέτει συστηματική εκπαίδευση-μετεκπαίδευση των γιατρών και των υπόλοιπων επαγγελματιών υγείας. Με την έννοια αυτή έχουμε ανάγκη ένα αξιόπιστο σύστημα οργάνωσης των Ιατρικών Συνεδρίων που θα επιτρέπει την πρόσβαση των εξαιρετικών γιατρών που διαθέτει η χώρα στη σύγχρονη γνώση, περιορίζοντας ταυτόχρονα τις γνωστές στρεβλώσεις και παθογένειες που δημιουργεί η χρηματοδότηση της ιατρικής εκπαίδευσης από τη φαρμακοβιομηχανία και τις εταιρείες ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού. Προχωρούμε, με ευθύνη του ΚΕΣΥ και σε συνεργασία με τις Επιστημονικές Εταιρείες κορμού, καθώς και με τη Φαρμακοβιομηχανία- Βιομηχανία Ιατροτεχνολογικών Προϊόντων στην αναμόρφωση του σημερινού πλαισίου, στην υπέρβαση της απευθείας συναλλαγής εταιρειών-γιατρών μέσω του κομβικού ρόλου των Επιστημονικών Ιατρικών Κοινοτήτων και, για πρώτη φορά, στη δημιουργία ειδικού λογαριασμού στο Υπουργείο Υγείας για τη χρηματοδότηση εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων.
Από τα στοιχεία του Άτλαντα της Ευρωπαϊκής Καρδιολογικής Εταιρείας προκύπτει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ικανοποιητική θέση αναφορικά με τις υποδομές στον τομέα της αγγειοπλαστικής, ηλεκτροφυσιολογίας και καρδιοχειρουργικής(by pass) , αλλά υστερεί στον τομέα των καρδιοχειρουργικών επεμβάσεων για συγγενείς καρδιακές παθήσεις και κυρίως στον τομέα των μεταμοσχεύσεων καρδιάς. Το κενό αυτό προσπαθούμε να καλύψουμε με τη συνεργασία Ελληνικού Δημοσίου-Ιδρύματος Ωνάση-Ωνάσειου Καρδιοχειρουργικού Κέντρου με στόχο τη δημιουργία Εθνικού Κέντρου Μεταμοσχεύσεων Καρδιάς-Συμπαγών Οργάνων και την ανάπτυξη Παιδοκαρδιολογικής- Παιδοκαρδιοχειρουργικής Μονάδας.
Είναι ζήτημα καλής οργάνωσης, αξιοπιστίας και αποτελεσματικότητας του ΕΣΥ και της Δημόσιας Υγείας στη χώρα, η συγκρότηση Εθνικής πολιτικής για τα καρδιαγγειακά νοσήματα. Σε συνεργασία με την Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία σχεδιάζουμε αυτή την περίοδο την Εθνική Στρατηγική για την πρόληψη του αιφνίδιου νεανικού θανάτου μέσω του Εθνικού Δικτύου Μελέτης των κληρονομικών και σπάνιων νοσημάτων της καρδιάς. Με τη συνέργεια Καρδιολογίας και Γενετικής και με τη βοήθεια της Ιατρικής Ακριβείας ή Εξατομικευμένης Ιατρικής, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα Επιδημιολογικό Χάρτη της χώρας στα κληρονομικά νοσήματα της καρδιάς και στον νεανικό αιφνίδιο θάνατο, αναβαθμίζοντας την προληπτική-θεραπευτική παρέμβαση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας.
Ένα σημαντικό πρώτο βήμα στην κατεύθυνση της εθνικής στρατηγικής για την πρόληψη του νεανικού αιφνίδιου θανάτου, είναι η κάρτα υγείας του αθλητή που ξεκινά η εφαρμογή της αυτή την περίοδο με τη συνεργασία των Υπουργείων Αθλητισμού και Υγείας. Η κάρτα αυτή αφορά πολύ μεγάλο τμήμα του πληθυσμού (περίπου 1 εκ. πολίτες) , στηρίζεται σε διεθνή πρωτόκολλα και συμπεριλαμβάνει το Ηλεκτροκαρδιογράφημα (ΗΚΓ) το οποίο έχει υψηλή ευαισθησία στον εντοπισμό αδιάγνωστων καρδιακών παθήσεων («επωαζόμενων» καρδιαγγειακών νοσημάτων) που μπορούν να εκδηλωθούν με αιφνίδιο θάνατο. Η παρέμβαση αυτή, στην οποία έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο η Ελληνική Καρδιολογική Εταιρεία, μαζί με άλλες όπως το πρόγραμμα εκπαίδευσης του κοινού στην ΚΑΡΠΑ και στη χρήση απινιδωτών, επίσης με πρωτοβουλία της ΕΚΕ, αποτελεί μια εξαιρετική επένδυση στη Δημόσια Υγεία στη χώρα μας.