O ιδρυτής του ΚΕΘΕA με επιστολή προς τη Βουλή τάσσεται υπέρ του Βασίλη Κικίλια

0

Με επιστολή του προς τους βουλευτές των αρμοδίων επιτροπών της Βουλής, ο ιδρυτής του Κέντρου Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων, ψυχίατρος Φοίβος Ζαφειρίδης, τάσσεται υπέρ της πρωτοβουλίας του υπουργού Υγείας Βασίλη Κικίλια να παρέμβει δραστικά για την εξυγίανση του Κέντρου και να ορίσει τα μέλη του νέου Δ.Σ. του ΚΕΘΕΑ, βάσει των διατάξεων της σχετικής Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου.

Ολόκληρη η επιστολή του ιδρυτή του ΚΕΘΕΑ έχει ως εξής:

«Αξιότιμες/οι κυρίες και κύριοι μέλη της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής,

Καταρχήν θα ήθελα να σας ευχαριστήσω για την πρόσκλησή σας να μιλήσω στις συναντήσεις της επιτροπής σας. Δυστυχώς, ήταν πρακτικά αδύνατο να παραστώ στη συνεδρίασή σας και για αυτό σας αποστέλλω τις απόψεις μου γραπτώς. Το παρόν κείμενο χωρίζεται σε τρεις ενότητες:

1. Σύντομη ιστορική αναδρομή, 2. Η παρούσα κατάσταση στο ΚΕΘΕΑ, 3. Προτάσεις για τη διάσωση και την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου του ΚΕΘΕΑ. 1.0. Σύντομη ιστορική αναδρομή Αρχές του 1982, μετά την επιστροφή μου από την Ζυρίχη, όπου έκανα το διδακτορικό μου στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης, εργαζόμουν ως Επιμελητής στο Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο Αττικής- Νταού Πεντέλης.

Η τότε Υφυπουργός Υγείας αείμνηστη Μαρία Κυπριωτάκη, έχοντας πληροφορηθεί ότι στη διάρκεια της εξειδίκευσής μου στην Κοινωνική Ψυχιατρική στη Γερμανία είχα εργαστεί επί ένα περίπου χρόνο σε Κέντρο Σωματικής Αποτοξίνωσης και Θεραπευτική Κοινότητα, με κάλεσε και μου ανέθεσε την εκπόνηση μελέτης για την θεραπεία των εξαρτημένων ατόμων. Σας θυμίζω ότι εκείνη την εποχή η μόνη δυνατότητα για έναν εξαρτημένο ήταν ο εγκλεισμός σε Ψυχιατρική Κλινική μαζί με ψυχωτικούς και σχιζοφρενείς, ενώ η «θεραπεία» περιοριζόταν αποκλειστικά στη χορήγηση δυνατών ψυχοφαρμάκων.

Η εισαγωγή στα Ψυχιατρεία γινόταν κατά κανόνα με εισαγγελική εντολή και φυσικά το αποτέλεσμα αυτού του είδους της θεραπείας ήταν απολύτως αποτυχημένο. Τον Αύγουστο του 1982 μετά από περίπου ενάμιση μήνα διαμονής σε ευρωπαϊκά «στεγνά» προγράμματα απεξάρτησης, κατέθεσα τη μελέτη μου με τίτλο: «Πρόταση για τη θεραπεία των τοξικομανών στην Ελλάδα». Η τότε Υφυπουργός έστειλε τη μελέτη μου στους Καθηγητές Ψυχιατρικής κ. Στεφανή και κ. Λιάκο ζητώντας την επιστημονική τους γνώμη. Οι απαντήσεις και των δύο Καθηγητών ήταν θετικότατες, ενώ ο Καθηγητής κύριος Στεφανής με κάλεσε, με συνεχάρη για την μελέτη και μου υποσχέθηκε την πλήρη υποστήριξή του στην υλοποίησή της. Μετά από αυτό, η Υφυπουργός Υγείας τον Σεπτέμβρη του 1982 με απέσπασε από το Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο στο Υπουργείο Υγείας και μου ανέθεσε την υλοποίησή της. Η μελέτη πρότεινε την δημιουργία ολοκληρωμένων πολυφασικών προγραμμάτων, τα οποία περιλάμβαναν ένα Συμβουλευτικό Σταθμό ως πύλη εισόδου στο πρόγραμμα, στη συνέχεια εισαγωγή σε Κέντρο Σωματικής Αποτοξίνωσης, ακολούθως μακροχρόνια θεραπεία σε μία Θεραπευτική Κοινότητα Διαμονής κλειστού ή ανοικτού τύπου και εν συνεχεία Κέντρα Κοινωνικής Επανένταξης στις πόλεις καταγωγής των εξαρτημένων, με διάρκεια παραμονής από έξι έως δώδεκα μήνες. Στη μελέτη υπήρχε λεπτομερής περιγραφή της λειτουργίας και της οργάνωσης των φάσεων της θεραπείας, καθώς και της φιλοσοφίας που διέτρεχε όλο το μοντέλο. Σύμφωνα με αυτή τη φιλοσοφία ως βασική προϋπόθεση της επιτυχούς λειτουργίας ετίθετο η ενεργός συμμετοχή των εξαρτημένων στη ζωή της κοινότητας και η καλλιέργεια της αλληλοβοήθειας και αυτοβοήθειας. Όπως γράφω και σε πρόσφατα εκδοθέν βιβλίο μου («Για τις αιτίες και τη θεραπεία των Εξαρτήσεων- Απαντώντας στις ερωτήσεις του Αμερικανού εξαρτησιολόγου William L. White», Εκδόσεις Πεδίο) το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η έλλειψη σε εκπαιδευμένο προσωπικό, αφού το πρόβλημα της εξάρτησης ήταν εντελώς καινούριο για την ελληνική κοινωνία. Αυτό με υποχρέωσε να δημιουργήσω ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα για νέους Ψυχολόγους, Ψυχίατρους και Κοινωνικούς Λειτουργούς που θα ήθελαν να εργαστούν στο υπό υλοποίηση πρόγραμμα. Εν τέλει, τον Αύγουστο του 1983 εγκαινιάστηκε ο Συμβουλευτικός Σταθμός και το Κέντρο Σωματικής Αποτοξίνωσης και τον Νοέμβρη του ίδιου έτους ξεκίνησε τη λειτουργία της η Θεραπευτική Κοινότητα «Ιθάκη» στις εγκαταστάσεις της πρώην Παιδόπολης Σίνδου που μας παραχώρησε για το σκοπό αυτό η Πρόεδρος ΕΟΠ αείμνηστη Καλλιόπη Μπουρδάρα. Τον πρώτο καιρό υπήρχε ενθουσιασμός και αυτοθυσία από μέρους του προσωπικού. Πολλοί από μας μέναμε και οι ίδιοι μέσα στην Κοινότητα και συμμετείχαμε καθημερινά στο πρόγραμμά της. Προσωπικά έζησα μες στην Κοινότητα τους πρώτους εννιά μήνες. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό γιατί το προσωπικό δίδασκε στα μέλη ένα νέο τρόπο ζωής χωρίς ναρκωτικά ή άλλα υποκατάστατα, για το πως να εμβαθύνουν τις ανθρώπινες σχέσεις και να καλλιεργούν μεταξύ τους τις κοινοτικές αξίες της αλληλοβοήθειας και του αλτρουισμού. Τα πρώτα αποτελέσματα ήρθαν δύο χρόνια μετά, όταν η «Ιθάκη» απέδωσε στην κοινωνία τους πρώτους αληθινά απεξαρτημένους χρήστες σκληρών ναρκωτικών. Παράλληλα η Θεραπευτική Κοινότητα «Ιθάκη» όπως και οι Κοινότητες που ακολούθησαν, λειτουργώντας με βάση αυτό το πρότυπο της εναλλακτικής κοινωνικής συμβίωσης απέδειξαν κατά τη γνώμη μου ότι αυτό που πραγματικά οδηγεί τους ανθρώπους στην εξάρτηση είναι η απορρυθμισμένη κοινωνία. Όταν οι άνθρωποι ζουν σε περιβάλλοντα που καλύπτουν τις υπαρξιακές και πνευματικές τους ανάγκες, όχι μόνο δεν έχουν ανάγκη να προσφεύγουν στα ναρκωτικά, αλλά θεραπεύονται από αυτά. Το 1987, μετά από τέσσερα χρόνια επιτυχούς λειτουργίας της Θεραπευτικής Κοινότητας «Ιθάκη» προτείνω στον τότε Υπουργό Υγείας αείμνηστο Γιώργο Γεννήματα, την ίδρυση ενός αυτοδιοίκητου νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου με στόχο την περαιτέρω ανάπτυξη θεραπευτικών προγραμμάτων που εμπνέονται από τη φιλοσοφία της Θεραπευτικής Κοινότητας. Όπως έγραψα και πρόσφατα, η καινοτομία ενός οργανισμού με Γενική Συνέλευση στην οποία συμμετέχουν οι χρήστες των υπηρεσιών του φορέα έγινε ενθουσιωδώς δεκτή από τον αείμνηστο Γιώργο Γεννηματά. Έτσι, το 1987 ιδρύθηκε με νόμο το ΚΕΘΕΑ. Από περίπου τις αρχές της δεκαετίας του ’90, το ΚΕΘΕΑ διέθετε ήδη έξι ολοκληρωμένα πολυφασικά προγράμματα, ΙΘΑΚΗ, ΣΤΡΟΦΗ,

ΕΞΟΔΟΣ, ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ, ΔΙΑΒΑΣΗ, ΝΟΣΤΟΣ. Τότε, για πρώτη φορά αρχίζω να επισημαίνω μία αντίφαση ανάμεσα στις κοινοτικές αξίες της ειλικρίνειας, της εντιμότητας και της αλληλοβοήθειας και στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται από τον τεράστιο όγκο του οργανισμού, ο οποίος φαίνεται ότι επιβάλλει τις δικές του θελήσεις. Για τα προβλήματα αυτά και την υποκρισία που συνιστούσε η απόσταση ανάμεσα στους λόγους και στις πράξεις μας, μίλησα ήδη για πρώτη φορά το 1990 στην εισήγησή μου στο Παγκόσμιο Συνέδριο Θεραπευτικών Κοινοτήτων. Το 1993 εκπόνησα ένα σχέδιο επιστροφής του ΚΕΘΕΑ στην κινηματική ιδρυτική του φιλοσοφία, τονίζοντας ότι αν δεν ληφθούν άμεσα μέτρα το ΚΕΘΕΑ θα εκφυλιστεί σε μία ΔΕΚΟ σαν αυτές που γνωρίσαμε πάρα πολύ καλά στην Ελλάδα. Η εισήγησή μου προς το Διοικητικό Συμβούλιο προέβλεπε πράγματι τη λήψη οδυνηρών μέτρων. Το πρώτο σκέλος της εισήγησής μου περιλάμβανε την αποκέντρωση και αποσυγκέντρωση του ήδη ογκώδους Οργανισμού. Αυτό σήμαινε τη δημιουργία μικρών αυτοδιοίκητων ΚΕΘΕΑ ανά Διοικητική Περιφέρεια. Δηλαδή κάθε τέτοιο μικρό ΚΕΘΕΑ θα διέθετε τη δική του Γενική Συνέλευση, τον δικό του Διευθυντή και το δικό του Διοικητικό Συμβούλιο. Το δεύτερο σκέλος της εισήγησής μου, έθετε ανώτατο χρονικό όριο οχτώ έως δέκα ετών εργασίας στην πρώτη γραμμή των Θεραπευτικών Προγραμμάτων. Μετά από αυτό το διάστημα τα μέλη του προσωπικού θα έπρεπε ή να προαχθούν σε εκπαιδευτές του νέου προσωπικού, ή να μεταταχθούν σε δημόσιες υπηρεσίες ή να αποχωρήσουν εισπράττοντας αποζημίωση. Εισηγήθηκα αυτό το σκληρό μέτρο έχοντας υπόψη τη διεθνή βιβλιογραφία που αναφέρει ότι σε τέτοιου είδους προγράμματα που ο εργαζόμενος πρέπει να προσφέρει την ψυχή του,το «κάψιμο» (burn out) εμφανίζεται κατά κανόνα μετά από 3 έως 6 χρόνια εργασίας. Στόχος αυτού του μέτρου ήταν η αποφυγή της ανάπτυξης δημοσιοϋπαλληλικού και συντεχνιακού πνεύματος που είχε αρχίσει ήδη να κάνει την εμφάνισή του στις δομές του ΚΕΘΕΑ τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Όταν οι εισηγήσεις μου υιοθετήθηκαν από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΚΕΘΕΑ, ομάδα στελεχών με επικεφαλής τον κ. Χαράλαμπο Πουλόπουλο και σε συνεργασία με τον κ. Γεράσιμο Νοταρά, ο οποίος είχε διατελέσει επί ένα χρόνο το ’90 – ’91 Πρόεδρος του ΚΕΘΕΑ, καθώς και τον κ. Νίκο Παρασκευόπουλο, Αναπληρωματικό μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του 1987, άρχισαν να συνωμοτούν εναντίον αυτών των πολιτικών και να υποκινούν και άλλα στελέχη σε ανταρσία εναντίον των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου. Τέλος, τα μέχρι τότε συνωμοτούντα στελέχη, τον Σεπτέμβρη του 1994 εξέφρασαν δημόσια την αντίθεσή τους στις ήδη δρομολογημένες πολιτικές αποκέντρωσης και αποσυγκέντρωσης, με επιστολές τους προς το Διοικητικό Συμβούλιο. Ο κ. Πουλόπουλος πέραν της διατύπωσης της αντίθεσής του προς τον Διευθυντή ΚΕΘΕΑ, προέβη και σε υβριστικούς χαρακτηρισμούς για το πρόσωπό μου. Έγραψε ότι «ο κ. Ζαφειρίδης, πέραν του γεγονότος ότι διοικεί αυταρχικά τον φορέα, είναι καταχραστής αλκοόλ, τσιγάρου και ψυχοφαρμάκων». Εκλήθη από το Διοικητικό Συμβούλιο σε ακρόαση για να υποστηρίξει τις καταγγελίες του. Αλλά στο Διοικητικό Συμβούλιο ο κ. Πουλόπουλος ανακάλεσε τις καταγγελίες του, ζήτησε δημόσια συγγνώμη και δήλωσε ότι τιμά τον Διευθυντή ΚΕΘΕΑ για την ανιδιοτέλειά του και τον θεωρεί δάσκαλό του. Παρ’ όλα αυτά το Διοικητικό Συμβούλιο ανανέωσε παμψηφεί την εμπιστοσύνη στο πρόσωπό μου και με διέταξε να απολύσω τους πρωτοστατήσαντες στη συνωμοσία. Αρνήθηκα να το πράξω και αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τη συμπεριφορά και αυτών των ολίγων στελεχών που συμπεριφέρθηκαν με αναίδεια και περιφρόνηση προς τον ανώτατο θεσμό του φορέα, προτίμησα να υποβάλω εγώ την παραίτησή μου. Πριν υποβάλλω την παραίτηση μου και δείχνοντας εμπιστοσύνη στη συγγνώμη που διατύπωσε δημόσια ο κ. Πουλόπουλος, τον πρότεινα για Διευθυντή ΚΕΘΕΑ, αναγνωρίζοντας ότι είχε δουλέψει σκληρά στο πλευρό μου από την πρώτη μέρα λειτουργίας της Θεραπευτικής Κοινότητας ΙΘΑΚΗ. Το Διοικητικό Συμβούλιο, όμως, στη συνεδρίαση του, τον Ιανουάριο του 1995, αν δεν απατώμαι, έκρινε ότι ο κ. Πουλόπουλος δε διέθετε επαρκή επιστημονικά εφόδια προκειμένου να αναλάβει και την επιστημονική ευθύνη του φορέα. Το ΔΣ με κάλεσε και μου ζήτησε να ορισθώ επιστημονικός σύμβουλος του φορέα προκειμένου να προχωρήσει στην εκλογή του κ. Πουλόπουλου στη θέση του Διευθυντή που σύμφωνα με το καταστατικό είχε τη διοικητική και επιστημονική ευθύνη του φορέα. Αποδέχθην την πρόταση τους και κατόπιν αυτού, ο κ. Πουλόπουλος εξελέγη Διευθυντής ΚΕΘΕΑ. Αλλά από την επόμενη μέρα, ο κ. Πουλόπουλος άρχισε να παραβιάζει συστηματικά τη δέσμευσή του να συνεργάζεται με τον επιστημονικό σύμβουλο για τα επιστημονικά προβλήματα του φορέα. Έτσι, μετά από μερικούς μήνες παραιτήθηκα και από τη θέση του επιστημονικού συμβούλου, συστήνοντας στο Διοικητικό Συμβούλιο να προσλάβει επιστήμονα με τον οποίο ο κ. Πουλόπουλος μπορεί να συνεργαστεί. Το θέμα της εκλογής νέου επιστημονικού συμβούλου δεν ετέθη ποτέ στην ημερησία διάταξη του Διοικητικού Συμβουλίου από τον τότε Πρόεδρο, προσωπικό φίλο του κ. Νοταρά. Από εκεί και πέρα, Πρόεδρος και Διευθυντής αρχίζουν μια πολιτική αντιπαράθεσης προς την πλειοψηφία των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, που έφτασε στο σημείο να παραποιεί και τα πρακτικά των συνεδριάσεών του, όπως ενυπόγραφα κατήγγειλε το μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου, Καθηγήτρια Ψυχολογίας, Δήμητρα Παπαδοπούλου. Κατόπιν όλων αυτών, η πλειοψηφία των μελών του ΔΣ αναγκάζεται σε παραίτηση εν μέσω θητείας, το Σεπτέμβριο του 1995. Από τη στιγμή αυτή και μετά, το «αυτοδιοίκητο» ΚΕΘΕΑ ελέγχεται απολύτως από την «τρόικα» που συναπαρτίζουν οι κύριοι Νοταράς, Παρασκευόπουλος και Πουλόπουλος, καθώς και από κάποια επιλεγμένα υψηλόβαθμα στελέχη του φορέα. Δηλαδή από τρεις ανθρώπους επιστημονικά ανεπαρκείς να επιλύσουν τα συνεχώς αυξανόμενα προβλήματα εύρυθμης λειτουργίας του ΚΕΘΕΑ. 2.0. Η παρούσα κατάσταση στο ΚΕΘΕΑ Οι συνέπειες από την πραξικοπηματική ανάληψη της εξουσίας από την «τρόικα» που ανέφερα δεν άργησαν να φανούν. Περιληπτικά θα αναφερθώ σε γεγονότα που επιβεβαιώνουν την εκτίμησή μου ότι από το 1995 και μετά το ΚΕΘΕΑ βρίσκεται σε μια ανέλεγκτη εκφυλιστική πορεία. 2.1. Τα τελευταία χρόνια κλειστές και ανοιχτές θεραπευτικές κοινότητες του ΚΕΘΕΑ στην πραγματικότητα υπολειτουργούν, αφού οι διατιθέμενες θέσεις θεραπείας καλύπτονται, τις περισσότερες φορές, κατά το ένα πέμπτο ή κατά το ένα τέταρτο. 2.2. Το ΚΕΘΕΑ, υποκύπτοντας στην εξουσιομανία της άτυπης ηγετικής ομάδας, αναπτύσσει συνεχώς σε όλη την επικράτεια νέα θεραπευτικά προγράμματα, χωρίς προηγούμενη μελέτη των αναγκών. Παράδειγμα, ανοίγει Συμβουλευτικό Σταθμό στην Ηγουμενίτσα, για να τον κλείσει ένα χρόνο αργότερα από την έλλειψη προσέλευσης εξαρτημένων. Ανοίγει τη Θεραπευτική Κοινότητα ΟΞΥΓΟΝΟ στην Πάτρα, για να την κλείσει και αυτή μετά από λίγο καιρό για τον ίδιο λόγο. 2.3. Εν μέσω οικονομικής κρίσης, χρηματοδοτεί συμμετοχή πολλών στελεχών του σε συνέδρια σε εξωτικές χώρες, όπως η Ταϊλάνδη, χωρίς καν οι περισσότεροι να έχουν εισήγηση ή φιλοξενεί το ίδιο το ΚΕΘΕΑ συνέδρια, όπως πρόσφατα το Ευρωπαϊκό Συνέδριο Θεραπευτικών Κοινοτήτων, με προσφορά πλουσιοπάροχης φιλοξενίας σε μεγάλο αριθμό στελεχών της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Οργανώνουν κάθε τόσο αποφοιτήσεις μικρού αριθμού μελών, όπου καλείται να συμμετάσχει το προσωπικό από όλα τα μέρη της Ελλάδας, με πληρωμένα τα έξοδα του ταξιδιού και της διαμονής τους. 2.4. Ο κατά τα άλλα από διοικητική πλευρά «άψογος» οργανισμός ανανεώνει, από το 1995 και για είκοσι χρόνια,τις συμβάσεις ως Διευθυντή ΚΕΘΕΑ του κ. Πουλόπουλου χωρίς δημόσια προκήρυξη της θέσης. Πρακτική που συνεχίζεται και με τον τελευταίο Διευθυντή ΚΕΘΕΑ. Επιπλέον, ενδεικτική της αντίληψης της «αυτοδιοίκησης» που έχουν οι κρατούντες στο ΚΕΘΕΑ είναι η εναλλαγή των κύριων Παρασκευόπουλου και Νοταρά στη θέση του Προέδρου ΔΣ επί 20 χρόνια. 2.5. Ο εκφοβισμός στελεχών που τόλμησαν να αρθρώσουν ένα διαφορετικό λόγο. Ο εκφοβισμός και πολλές φορές η μη συνέχιση της συνεργασίας στελεχών που αποκάλυψαν το σκάνδαλο στις φυλακές και γενικά το γεγονός ότι όποιος/α ήταν αντίθετος στις βουλήσεις της διοίκησης και της ηγετικής ομάδας, έπεφτε σε δυσμένεια. 2.6. Η φυγή πολλών και άξιων στελεχών από το ΚΕΘΕΑ λόγω δυσαρέσκειας τους με την κατάσταση στον οργανισμό, την έλλειψη αξιοκρατίας στις προαγωγές σε θέσεις ευθύνης και την πίεση από την ηγεσία. 2.7. Το ΚΕΘΕΑ μπορεί να ισχυρίζεται παροχή υπηρεσιών σε χιλιάδες ανθρώπους αλλά το σημαντικό είναι η πληρότητα της κύριας φάσης των προγραμμάτων. Εδώ η κατάσταση είναι απελπιστική. Αυτό αποδεικνύεται από το σύνολο των αποφοιτήσεων κάθε χρόνο – παράδειγμα το Δεκέμβρη του 2018 αποφοίτησαν έπειτα από τρία χρόνια 91 άτομα – σύμφωνα με τα δελτία τύπου του οργανισμού. 2.8. Η επιθετικότητα τους προς άλλες δομές απεξάρτησης. Απόδειξη αποτελεί η παρέμβαση του ΚΕΘΕΑ στο Υπουργείο Υγείας για κλείσιμο του Προγράμματος Προαγωγής Αυτοβοήθειας του ΑΠΘ και επίσης, η αρνητική στάση απέναντι στη δημιουργία προγράμματος απεξάρτησης από το Ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Κέρκυρας. 2.9. Η εκμετάλλευση των γονέων και των ίδιων των εξαρτημένων για την υπεράσπιση του «αυτοδιοίκητου» ΚΕΘΕΑ από φανταστικούς εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Παράδειγμα αποτελεί η έκθεση των μελών με τις διαδικασίες της κραυγής στις διαμαρτυρίες. 2.10. Τέλος, η διαφθορά στο «πρότυπο» πρόγραμμα φυλακών στα Διαβατά της Θεσσαλονίκης. Το σημαντικότερο σε αυτό το γεγονός δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, το ίδιο το φαινόμενο της διαφθοράς, αλλά η παραβίαση κάθε κανόνα χρηστής διοίκησης με την απόφαση της ηγετικής ομάδας να το διαχειριστεί η ίδια αντί να παραπέμψει το όλο θέμα μετά τις καταγγελίες των εργαζομένων στον εισαγγελέα. 3.0. Προτάσεις για τη διάσωση και την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου του ΚΕΘΕΑ Προσωπικά εκτιμώ ότι για τα φαινόμενα εκφυλισμού και διαφθοράς που παρατηρούνται τα τελευταία χρόνια στο ΚΕΘΕΑ ευθύνεται, κατά κύριο λόγο και πέρα από τις ευθύνες της άτυπης ομάδας εξουσίας, ο τεράστιος όγκος του φορέα. Σε ένα φορέα τέτοιου μεγέθους με 700 μέλη Γενικής Συνέλευσης, προερχόμενα από όλα τα μέρη της Ελλάδας, είναι αδύνατον να ελεγχθεί η εξουσία και τυχόν αυθαιρεσίες της. Για αυτό το λόγο, προτείνω, όπως και το 1993-1994, την άμεση αποσυγκέντρωση και αποκέντρωση του ΚΕΘΕΑ ως μοναδική λύση στα σημερινά και μελλοντικά του προβλήματα. Για το σκοπό αυτό, θα πρέπει με νομοθετικές πρωτοβουλίες του Υπουργείου Υγείας να δημιουργηθούν μικρά ΚΕΘΕΑ ανά διοικητική περιφέρεια, ενώ ταυτόχρονα να ληφθεί μέριμνα για τον εκδημοκρατισμό της λειτουργίας τους. Εάν το αυτοδιοίκητο με τη σημερινή του μορφή μεταφερθεί και στα μικρά ανά περιφέρεια ΚΕΘΕΑ, πιστεύω ότι τα ίδια εκφυλιστικά φαινόμενα θα αναπαραχθούν, σε μικρό βαθμό. Για αυτό το λόγο, κάνω έκκληση προς την επιτροπή σας και προς τον Υπουργό Υγείας να υιοθετήσει αυτές τις απόψεις και να δώσει τις ανάλογες εντολές στο νεοδιορισμένο Διοικητικό Συμβούλιο. Άλλωστε, η αναδιάρθρωση του ΚΕΘΕΑ προς την κατεύθυνση που περιέγραψα, είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να πείσει την ελληνική κοινή γνώμη ότι το Υπουργείο Υγείας δεν θέλει να αποτελέσει το νέο επιβήτορα της εξουσίας στο ΚΕΘΕΑ, αλλά να δημιουργήσει έναν πραγματικά υγιή και δημόσιο φορέα στην υπηρεσία των εξαρτημένων και των οικογενειών τους.

Με εκτίμηση,

Φοίβος Ζαφειρίδης».